хватиться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

хватиться - translation to πορτογαλικά


хватиться      
(потерять) perceber a ausência (a falta) ; {простореч.}(удариться) dar contra, bater
achar de menos      
хватиться (кого-л.), заметить чье-л. отсутствие; скучать (по ком-л.)
achar de menos      
a) хватиться (кого-л), заметить чьё-л отсутствие;
b) скучать (по ком-л)

Ορισμός

хватиться
1. сов. разг.
1) Начать искать, обнаружив исчезновение кого-л., чего-л.
2) перен. Осознать свой промах, свое упущение; спохватиться.
2. сов. разг.-сниж.
см. хвататься.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για хватиться
1. Меня даже не успели хватиться, - рассказывает Кристина.
2. А родственники или знакомые могут хватиться его спустя месяц.
3. Если же хватиться за пару-тройку дней до вылета, то и в 20 тысяч можно не уложиться.
4. Он чувствовал себя и в Париже не лучше, чем в Москве двадцатого года: "Ах, если б о косяк проклятый Хватиться насмерть головой!" Петр Петрович не сумел найти себя в безгераневом мире, так и не ставшем ему родным.